Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Συντηρητισμός, ευδαιμονία, ανομία


Ο ρασοφόρος είναι σήμερα η κυρίαρχη πολιτισμική παράσταση της ελληνικής δημόσιας σφαίρας. Και δεν είναι μόνο η μορφή του ιερωμένου που καταλαμβάνει τις οθόνες.

Αντηχεί και η φωνή του: από άμβωνος, μπροστά σε διανθισμένα από μικρόφωνα αναλόγια.

Αντηχεί ακόμα μία φωνή πνιγμένη από το ερωτικό λαχάνιασμα και πόσες ακόμα συναλλασσόμενες για χρήματα και δόξα στις υποκλεμμένες κασέτες. Ακόμα και οι αδαείς ή επιμελώς υψιπετείς «ανακαλύπτουν» επιτέλους ότι πίσω από αυτές τις ισχυρές εικόνες-φωνές κρύβεται μια εδραιωμένη κοινωνική εξουσία. Ενα δίκτυο επιρροής που δικτυώνεται γύρω από τις μητροπόλεις, οργανώνεται σε ημι-δημόσιους κύκλους, και τελικά διαχέεται σ' όλη την επικράτεια των κοινωνικών σχέσεων και των κρατικών θεσμών.

Η σταθερή ώσμωση εκκλησιαστικών παραγόντων και δικαστικών αποτελεί εξάλλου κορυφαίο πολιτικό ζήτημα, πολύ πιο ανησυχητικό από τους επίορκους που συναλλάσσονταν με μαφιόζικες «μοναστηριακές» προσωπικότητες.

**Ράσα παντού λοιπόν; Δείγματα μιας καθυστερημένης κοινωνίας που συσπειρώνεται γύρω από αναχρονιστικούς θεσμούς; Βαθιά Ανατολή και υστέρηση από το Δυτικά μοντέλα δημοκρατίας; Πρόκειται όντως περί αυτού;

- Μια τέτοια εξήγηση είναι ασφαλώς πιο κοντά στα πράγματα από τις πανικόβλητες ιαχές καταγγελίας της «σαπίλας» και της «παρακμής» που αρθρώνουν οι μόνιμοι κάτοικοι της ηθικολογίας: αυτοί που ενεοί πληροφορούνται, μετά από αιώνες, ότι η οι οίκοι της αγαθότητας και της δικαιοσύνης είναι διάστικτοι από ιδιοτέλεια και πονηρία.

Αυτά τα ζητήματα δεν μπορούν να απαντηθούν όμως με βιαστικές συγκρίσεις με άλλες δυτικές κοινωνίες, στις οποίες ούτως ή άλλως το θείο περιχαρακώνεται στη πεδίο της ιδιωτικής πνευματικότητας. Η ελληνική περίπτωση δεν είναι τόσο ιδιάζουσα όσο την παρουσιάζει ο τηλεοπτικός καταδείκτης. Και αυτό διότι τα εντόπια κοινωνιολογικά μεγέθη μοιάζουν περισσότερο να πλησιάζουν τις δυτικές κοινωνίες παρά να αποκλίνουν απ' αυτές.*Εδώ και μια δεκαπενταετία τουλάχιστον, το μαρτυρούν άλλωστε και αρκετές εμπειρικές έρευνες, οι δημόσιες και ιδιωτικές ταυτότητες των Ελλήνων συντονίζονται με τις ευρύτερες διεργασίες επανακαθορισμού που παρατηρούνται στον μετα-βιομηχανικό κόσμο. Με ορόσημο το 1989 και την απορύθμιση των ταυτοτήτων και την απομύθευση της πολιτικής που επέφερε, οι Ελληνες τείνουν να «υβριδοποιήσουν» τις ταυτότητές τους. Και συγκεκριμένα, συνθέτουν δύο ισχυρές τάσεις οι οποίες παλαιότερα δεν θα μπορούσαν να συνυπάρξουν.

Αυτές οι, κάποτε αντίρροπες τάσεις, συγκατοικούν σήμερα εντός του σύγχρονου πολίτη. Μπορούν δε να αποτυπωθούν σε δύο μεγάλες πολιτισμικές μήτρες: Ο πολιτικός συντηρητισμός από τη μία και το ακατάσχετο αίτημα για ατομική ευδαιμονία από την άλλη. Με άλλους όρους: η κοινωνική απάθεια και η λατρεία της κατανάλωσης, ή η υπονόμευση της συλλογικής στράτευσης και η, δίχως προϋποθέσεις, αναζήτηση της ατομικής ευημερίας.

Η διπλή αυτή ταυτότητα μοιράζεται σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και διαπερνά, δίχως διακρίσεις, κοινωνικές τάξεις, πολιτισμικές μορφές και επαγγελματικούς χώρους.

**Η εκκοσμίκευση της εκκλησίας, η οποία υπερβαίνει την έσχατη επέκταση του Χριστόδουλου στον πολιτικό στίβο, δημιουργεί ευαίσθητους υποδοχείς για την αφομοίωση αυτών των τάσεων μέσα στον κλήρο. Πιο συγκεκριμένα θα λέγαμε η απομάκρυνση της εκκλησίας από τη πνευματική αναζήτηση ευνοεί την συμμετοχή των εκκλησιαστικών λειτουργών στις τρέχουσες πολιτισμικές πρακτικές.

Η αναζήτηση της σεξουαλικής απόλαυσης και του χρήματος (πάγια και στερεοτυπικά δείγματα των εξουσιαστών) συνυπάρχει πλέον, ανεμπόδιστα, με τον κοινωνικό κυνισμό, τη μισαλλοδοξία, τον εθνικισμό και την επίκληση παμπάλαιων «παραδοσιακών» αρχών που καλλιεργεί μεγάλο κομμάτι της ελληνικής εκκλησίας. Ο ηθικολόγος, πολιτικά παρεμβατικός και ταυτόχρονα «ανήθικος» ιερέας δεν είναι η ακραία εκδοχή μιας εξαιρετικά και γενικής ταυτότητας του σήμερα.

**Αυτή η διπλή ταυτότητα, που όπως είπαμε συνδυάζει πολιτικό και κοινωνικό συντηρητισμό με την αλόγιστη ατομική ευδαιμονία, ενισχύεται επιπλέον από τη φθορά του αξιακού φορτίου που περιέβαλε, μέχρι προ τινος, την εργασία. Η παράσταση του ανθρώπου που μοχθεί και έντιμα χτίζει τον υλικό του βίο, έχει σήμερα υποχωρήσει.

Η κουλτούρα της δουλειάς, επισκιασμένη από το αίτημα της ατομικής ευφορίας, και την έντονη κοινωνική ανασφάλεια, δεν είναι πλέον σε θέση να προσφέρει ούτε ψυχική σταθερότητα ούτε μια επαρκή κοινωνική ταυτότητα.

**Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ιδρυτής της κοινωνιολογίας Εμίλ Ντιρκέμ, μελετώντας τις κοινωνικές αιτίες της αυτοκτονίας, παρουσίαζε το φαινόμενο της ανομίας -μιας συστηματικής και εκτεταμένης προσφυγής σε έκνομες συμπεριφορές- ως αποτέλεσμα μιας διάστασης μεταξύ της άπειρης ανθρώπινης επιθυμίας και της απροσδιοριστίας των μέσων που απαιτούνται για την ικανοποίησή της.

**Το 1950 ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ρ. Μέρτον θα αντιστρέψει την ανάλυση της ανομίας: το άτομο σε κρίση εγκλωβίζεται μεταξύ σαφών και έντονων επιθυμιών του και την αδυναμία του να τις πραγματοποιήσει.

**Οποια ανάλυση από τις δύο και αν επιλέξουμε θα βρούμε ορισμένες από τις δικές μας αλήθειες. Διότι η εκτεταμένη διαφθορά δεν είναι προϊόν μιας ανιστόρητης ανθρώπινης απληστίας. Ούτε εξαλείφεται με σκανδαλισμένες κραυγές ή κάποια αυστηρότατη νομοθεσία. Το φαινόμενο που ξεδιπλώνεται σήμερα επιβεβαιώνει την κρίση κοινωνικής ταυτότητας του σύγχρονου δημοκρατικού υποκειμένου. Αυτού του υβριδίου που περιπίπτει σε αδιεξοδικούς ναρκισσισμούς κάθε φορά που συνδυάζει παλιές και νέες αρετές, κίνητρα, επιθυμίες και φόβους.
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 13-2-2005

Δεν υπάρχουν σχόλια: