Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2008

Αντιεξουσιαστική αντίσταση και πολιτική της εξέγερσης

Oι τοίxοι των ελληνικών πόλεων μας καλούν να αντισταθούμε. Τα πολιτικά κόμματα της αριστεράς, οι οργανώσεις και τα δίκτυα που μάχονται την παγκοσμιοποίηση, συμπίπτουν στη χρήση ανάλογων συνθημάτων, αποδεχόμενα παραδόξως ότι δεν υπάρχει μονοπώλιο στην αντίσταση. Το μήνυμα εξάλλου έρχεται από πολλές μεριές: πρέπει να αντισταθούμε στην κατανάλωση, στην έκπτωση των νοημάτων, στην καλωδίωση, στους πολέμους, στην αγοραία λογική, στην αποδιάρθρωση της κοινωνικής ασφάλειας, στην κατανάλωση... και σε άλλα πολλά.

Οδηγίες προς αντιστεκόμενους πάντως δεν παρέχονται. Ολα αυτά τη στιγμή που ο συντηρητισμός και ο κοινωνικός κονφορμισμός επελαύνουν στην Ελλάδα και στον κόσμο.

*Οι ευαίσθητοι και πολιτικοποιημένοι πολίτες οφείλουν συνεπώς να αναζητήσουν τρόπους υλοποίησης του συνθήματος που θα υπερβαίνουν -εν μέρει τουλάχιστον- τις μνήμες και τα παραδείγματα του παρελθόντος: της Εθνικής Αντίστασης στη γερμανική Κατοχή. Εν μέρει, γιατί οι ενδείξεις ανάκλησης της αντιστασιακής (εθνικής και λαϊκής) πολιτικής ταυτότητας, στο δημόσιο χώρο πληθαίνουν με γεωμετρική πρόοδο.

Η πρόταση ενός σοβαρού τμήματος της ανανεωτικής αριστεράς να ψηφίσουν οι πολίτες του λεκανοπεδίου τον Γλέζο, καθώς και η δημοσιογραφική περιγραφή του ως εθνικού ήρωα (ακούστηκε από διόλου αριστερό δημοσιογράφο, ότι «σε αυτές τις εκλογές έχω πρώτη φορά στη ζωή μου τη δυνατότητα να ψηφίσω έναν εθνικό ήρωα, έναν άνθρωπο βγαλμένο από τις πιο ένδοξες σελίδες της ιστορίας») μαρτυρεί για την ευκολία με την οποία διαχέεται η αντιστασιακή λογική.

Το σύνθημα του εν λόγω συνδυασμού («Ψηφίζω με την καρδιά μου») δεν αφήνει εξάλλου καμία αμφιβολία ότι η αντίσταση αυτή έχει βάθος (καρδίας)1, ότι αποζητά το «αυθεντικό» και ότι αποδρά από τους κυρίαρχους τρόπους άρθρωσης των πολιτικών αιτημάτων (εκσυγχρονισμός, ποιότητα της δημοκρατίας, νέο κοινωνικό συμβόλαιο, ατομικά δικαιώματα κ.λπ.).

*Επειδή θα ήταν άδικο να ταυτίσουμε το αίτημα για αντίσταση με την αντίδραση σε κάθε νεωτερισμό, σε κάθε κοινωνική μεταβολή που προτείνει π.χ. ο λόγος της Εκκλησίας της Ελλάδος (η αρχιεπισκοπική ρητορεία δεν θα δυσκολευόταν εξάλλου να αξιοποιήσει, εάν δεν το έχει ήδη κάνει, ορισμένα από τα συνθήματα που προβάλλουν ορισμένοι αριστεροί «χώροι αντίστασης»), οφείλουμε να σκεφτούμε τις λειτουργίες της στο σήμερα σε σύγκριση με το χθες αλλά και τα κύρια γνωρίσματα που τη διαφοροποιούν από άλλες παραδόσεις του πολιτικού ριζοσπαστισμού.

Οπως συμβαίνει συχνά όταν ασχολούμαστε με έννοιες που ο τρέχων πολιτικός και δημοσιογραφικός λόγος έχει καταστήσει κοινότοπες και αυτονόητες, μία ικανοποιητική κατανόηση των σύγχρονων λειτουργιών περνάει μέσα από τη σύγκριση.

Με τι θα μπορούσε να συγκριθεί εν προκειμένω η αντίσταση;

Νομίζω ότι η σύλληψη των λειτουργικών ομοιοτήτων της και των νοηματικών της διαφορών από την έννοια της εξέγερσης θα φωτίσει, εν μέρει έστω, τον πολλαπλασιασμό και την επανάληψη αυτής της συνθηματολογίας.

*Αντίσταση και εξέγερση συγγενεύουν. Περιγράφουν στάσεις ζωής και πολιτικές συμπεριφορές, ατομικές και συλλογικές, που μάχονται το σύστημα και τις κεντρικές μορφές εξουσίας.

Στην ιστορία των πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, δεν χρειάστηκε ποτέ να αντισταθεί ο κυρίαρχος. Ούτε να εξεγερθεί. Ακόμα και οι πιο ακραίες μαρξίζουσες προσπάθειες αυτο-αμφισβήτησης ή εκ των έσω αναβάθμισης της θεσπισμένης σοσιαλιστικής κρατικής εξουσίας, απέφευγαν να χρησιμοποιήσουν αυτούς τους όρους. Υπήρξε «επανάσταση μέσα στην ίδια την επανάσταση», ή «διαρκής επανάσταση» στον κινέζικο σοσιαλισμό, αλλά δεν υπήρξε ποτέ οικειοθελής αντίσταση, πόσο μάλλον, αποδεκτή από τα κρατικά συστήματα εξουσίας, εξέγερση.

*Ας σταθούμε τώρα στην ιστορική και θεωρητική ταυτότητα της αντίστασης. Μπορούμε να συνοψίσουμε τις χρήσεις της αντίστασης σε δύο ξεχωριστά παραδείγματα.

*Συναντάμε το πρώτο μεγάλο παράδειγμα αντίστασης στις περιπτώσεις όπου έχει καταργηθεί ο πολιτικός ανταγωνισμός, όπου καταπατάται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, όπου αμφισβητείται η αυτοδυναμία της ιδιωτικής ζωής.

Η αντίσταση εμφανίζεται συνεπώς κατά μείζονα λόγο στις κοινωνίες όπου καταστέλλεται ο κοινωνικός ανταγωνισμός. Οι αντιστασιακές συμπεριφορές προϋποθέτουν συνεπώς ιδιάζουσες αντοχές για αγώνες μακράς διάρκειας και ενίοτε βουβούς.

Η παθητική αντίσταση του αντι-αποικιακού ινδικού κινήματος έτσι όπως χρωματίστηκε από τον Γκάντι ίσως να μην βρίσκεται τυχαία στο πάνθεον των κινημάτων κοινωνικής αμφισβήτησης και συλλογικής χειραφέτησης. Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, με πρώτο το σοβιετικό, οι χώρες υπό ναζιστική κατοχή στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά και η Νότια Αφρική της εποχής του Απαρτχάιντ, αντιμετώπισαν χρόνιες, παράνομες, συχνά υπόγειες συσπειρώσεις αντιφρονούντων, αντιστασιακών.

Σε συνθήκες στέρησης των στοιχειωδών πολιτικών δικαιωμάτων και ακύρωσης των βαθύτερων στοιχείων της ανθρώπινης ύπαρξης, η ποίηση της Αχμάτοβα και οι δολιοφθορές του ΕΛΑΣ, μοιάζουν να έχουν μεταξύ τους περισσότερες ομοιότητες παρά διαφορές.

*Ο δεύτερος αντιστασιακός κύκλος εμφανίζεται τις μέρες μας μέσα από την αντι-παγκοσμιοποιητική ρητορική και την εναντίωση σε αυτό που ονομάζεται «Νέα τάξη πραγμάτων». Αρκετές από τις συμπεριφορές και στάσεις που αναπτύσσονται γύρω από αυτή την έννοια μοιάζουν με όσες εντοπίσαμε προηγουμένως. Η διαφωνία είναι διαρκής, η σύγκρουση με τον αντίπαλο (που ούτως ή άλλως δεν είναι σαφής) σπανίως γίνεται κατά μέτωπο.

-Γιατί όμως να αναπτυχθεί αντίσταση σε συνθήκες όπου ο κοινωνικός και πολιτικός ανταγωνισμός, όχι μόνο επιτρέπονται, αλλά συχνά διευκολύνονται από τους θεσμούς;

-Μήπως τελικά η αυτο-τοποθέτηση στο χώρο της αντίστασης στερεί τα υποκείμενα από το δημόσιο χαρακτήρα της πολιτικής αντιπαράθεσης;

-Τι είναι αυτό που μας κάνει συχνά να επιθυμούμε την καθήλωσή μας σε θέσεις και ιδέες; Καθήλωση που παραπέμπει στο σχήμα της καθιστικής διαμαρτυρίας.

*Οι αντιστάσεις του σήμερα αναπαράγουν τον εαυτό τους. Δεν ανατρέπουν όμως τίποτα, δεν θέτουν σε κίνδυνο κανένα από τα συστήματα που αντιμάχεται. Ο νεο-συντηρητισμός και ο σκληρός ατομικισμός προχωρούν και νομίζω ότι ελάχιστα ενοχλούνται από την περιχαρακωμένη διαφωνία. Η τελευταία δεν μπορεί ούτε να νικήσει ούτε φυσικά να ηττηθεί.

*Από τη μεριά της η εξέγερση μοιάζει να συγκεντρώνει χαρακτηριστικά που επαναφέρουν την πολιτική συμμετοχή.

Η εξέγερση είναι πράξη στιγμιαία και εξόχως πολιτική στο μέτρο που υποχρεωτικά θα αναμετρηθεί με την έννοια της βίας. Αναμετριέται στην πράξη μαζί της.

Οι πιθανές καταλήξεις μιας εξέγερσης είναι μόνον δύο: η νίκη ή η ήττα. Οι εξεγέρσεις δεν διαρκούν, δεν επαναλαμβάνονται, δεν αναπαράγουν τον εαυτό τους. Γι' αυτό και οι εξεγερτικές συμπεριφορές συγκεντρώνουν τη δράση των ανθρώπων σε έναν συγκεκριμένο, εντοπισμένο, σχεδόν τοπικό, σκοπό. Οι εξεγέρσεις αδυνατούν να εγκλωβίσουν την πορεία της ζωής τους σε μία παρατεταμένη αντιεξουσιαστική στάση.

*Οι σύγχρονοι αντιστασιακοί από την πλευρά τους δεν εξεγείρονται. Με επιμονή μάχονται την εξουσία, συχνά μυθοποιώντας την αποτελεσματικότητά της. Δυσκολεύονται όμως να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους στο στίβο του πολιτικού αγώνα.

Η αντιστασιακή στάση στις πλουραλιστικές κοινωνίες διασφαλίζει ασφαλώς εξαιρετικά κρίσιμα πεδία κοινωνικότητας, συμμετοχής και αλληλεγγύης που ο νεοατομικισμός έχει αποκηρύξει δίχως αιδώ.

Ταυτοχρόνως όμως τείνει να ηθικολογήσει, να ελέγξει ατομικές επιλογές, εγκλωβίζεται μέσα στην αναζήτηση μιας αυθεντικής πολιτικής ύπαρξης. Φαντάζεται δε πολύ περισσότερες προδοσίες απ' όσες πραγματικά συντελούνται και αυτοθαυμάζεται να παραμένει πιστή στο αντί.

*Ο αυθορμητισμός (που συχνά μετατρέπεται σε ασυναρτησία, είναι η αλήθεια) της εξέγερσης, μιας λέξης που απουσιάζει σήμερα από το πολιτικό και ιδεολογικό γλωσσάρι της αριστεράς, μοιάζει πολιτικά πιο ριζοσπαστικός από τη λογική του «αντιστεκόμαστε».

Η εξέγερση θα αντιπαρατεθεί αναγκαστικά με την κατεστημένη εξουσία την οποία μάχεται. Σε πολλές περιπτώσεις θα αρνηθεί επίσης τους κοινούς τόπους του χώρου απ' όπου προέρχεται.

Η εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 ήταν ακριβώς αυτό: μία αριστερή αντιπαράθεση με τη δικτατορία και τις κοινωνικές δυνάμεις που τη στήριζαν αλλά και μία σαφής και ριψοκίνδυνη αποκοπή από τους μηχανισμούς της αντι-δικτατορικής αντίστασης. Ο τρόπος με τον οποίο η λογική της αντίστασης θα επικαλεστεί κάθε φορά μία πράξη εξέγερσης ως καταγωγή των σύγχρονων αγώνων, είναι ένα δύσκολο ζήτημα που δεν θα αγγίξουμε προς το παρόν.

1. Την ανάδυση μιας συναισθηματικής επίκλησης και ενός λόγου που μιλάει τη «γλώσσα της ψυχής» στο δημόσιο και πολιτικό πεδίο έχει μελετήσει παραδειγματικά ο Ανδρέας Πανταζόπουλος, «Η δημοκρατία της συγκίνησης -Ιμια-Οτσαλάν, αντιεκσυγχρονιστικές και εκσυγχρονιστικές τάσεις στο πολιτικό σύστημα», Πόλις, Αθήνα, 2002.

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 17-11-2002

Δεν υπάρχουν σχόλια: