Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Κοινωνίες της βίας;


Ο αντίκτυπος της βάναυσης τρομοκρατικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 είναι γνωστός από καιρό. Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηρίξει κανείς ότι η επιστροφή στη «μεγάλη πολιτική», στην κρατική ισχύ, στην αξιολόγηση των όπλων και στην εμπόλεμη αντιμετώπιση των παγκόσμιων προβλημάτων ήταν μετά από αυτό το μεγα-γεγονός αναμενόμενη.

* Η αμερικανική κυβέρνηση, που εκλήθη να διαχειριστεί αυτή την τραυματική εμπειρία διέθετε εξ άλλου εκείνα τα αποθέματα συντηρητισμού, φυλετικών προκαταλήψεων, εθνικισμού και θρησκοληψίας ώστε να αξιοποιήσει το τραύμα στην κατεύθυνση των πλέον ανελεύθερων πολιτικών. Ο φόβος της βίας αντιμετωπίστηκε με κρατική βία, η εχθρότητα ενεργοποιήθηκε ως συνεκτικό συναίσθημα και η αλληλεγγύη των πολιτών μετασχηματίστηκε σε κρατική κηδεμονία. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι σε μια κοινωνία που μετεωρίζεται μεταξύ μιας κουλτούρας χειραφέτησης και ευδαιμονίας και ενός ένοπλου ατομικιστικού πουριτανισμού, ο τελευταίος αποδεικνύεται σήμερα ακόμη, επτά χρόνια μετά την επίθεση της Αλ Κάιντα, ιδιαίτερα ανθεκτικός. Η ισχύς της υποψηφιότητας ΜακΚέιν και οι σοβαρές ελπίδες νίκης που συγκεντρώνει έρχονται να επιβεβαιώσουν ότι η κρατική εξουσία, η στρατιωτική λογική, ο πολιτισμός του πολέμου αποτελούν μεγέθη βαθιά ριζωμένα στην αμερικανική κοινωνία και τα οποία η τρομοκρατία του φονταμενταλιστικού ισλάμ οξυγόνωσε γενναιόδωρα. **Η εικόνα της Σάρα Πάλιν, υποψήφιας αντιπροέδρου των Ρεπουμπλικανών, γονατιστής δίπλα στον τάρανδο που μόλις σκότωσε, μπορεί στα ευρωπαϊκά μας μάτια να φαντάζει αρνητική, μπορεί όμως κάλλιστα να αποδειχθεί εμβληματική της ενσάρκωσης μιας βαθιάς αν και ψυχαναλυτικά αμφίσημης τάσης ταύτισης-απώθησης, φόβου-προσδοκίας με τη βία. Η συμμετρία δε με τη σχεδόν ταυτόχρονη κυνηγετική εμφάνιση του Βλαντίμιρ Πούτιν δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι οι πλανητικές ηγεσίες διαγκωνίζονται πλέον όλο και συχνότερα για τα πρωτεία της δυνητικής και πραγματικής βίας παρά για την ικανότητά τους να οργανώνουν την ειρήνη. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, αυτά τα χρόνια, παρά τη συστηματική επίκληση από σημαντικές μερίδες πολιτών και διαμορφωτών γνώμης μιας εγγενούς στην ήπειρό μας δημοκρατικής ευαισθησίας, δεν έμειναν αλώβητες από την εγκατάσταση της βίας ως «φυσικού μεγέθους της ζωής». **Στη Μεγάλη Βρετανία η επιτυχίες του Τόνι Μπλερ προς την ανοικοδόμηση της κοινωνικής συνοχής που είχε απροκάλυπτα διαρραγεί στα θατσερικά χρόνια πρέπει να μην αποδοθούν μόνο στις πολιτικές αναδιάρθρωσης της οικονομίας αλλά και στην ανάληψη από μια κεντροαριστερή κυβέρνηση σημαντικών πρωτοβουλιών για την περιστολή της εγκληματικότητας. Γνωρίζουμε αντιθέτως πλέον ότι η αποτυχία του επιτυχημένου έως τότε πρωθυπουργού της Γαλλίας Λιονέλ Ζοσπέν να εκλεγεί πρόεδρος το 2002 οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην αντίστασή του και της γαλλικής αριστεράς γενικά να ασχοληθεί με προβλήματα δημόσιας τάξης και προστασίας των πολιτών. **Πολλοί είναι εκείνοι που ερμηνεύουν την επικαιροποίηση της θεματολογίας αυτής με άξονα την κρατική επιβολή. Πιστεύουν ότι κράτη, κυβερνήσεις και μεγάλα επιχειρηματικά συγκροτήματα ενσταλάζουν στους πολίτες το δηλητήριο της βίας, παράγουν τον φόβο (η λαϊκή συνωμοσιολόγια στη χώρα μας ερμηνεύει ακόμα και σήμερα όλες τις τρομοκρατικές ενέργειες ως προβοκάτσιες της «Νέας Τάξης» πραγμάτων) προσβλέποντας σε ένα αίτημα ελέγχου των ελευθεριών. Πρόκειται για τη γνωστή, φιλοσοφικά θεμιτή αλλά κοινωνιολογικά ανεπαρκή, διαρκή εξήγηση της βίας ως προϊόντος της εκάστοτε εξουσιαστικής δομής. Ετσι, το κράτος είναι αυτό που παράγει τη βία και τον φόβο, για να μπορέσει ακριβώς να «απαντήσει» με τη δική του βία. Πέρα από τις όποιες θεωρητικές διαφωνίες που εγείρει αυτή η αντίληψη (η οποία καταλήγει εύκολα σε ανοχή της βίας των πολιτών), η διασπορά και ο εθισμός των ευρωπαϊκών κοινωνιών σε μορφές καθημερινής βαναυσότητας, η υποχώρηση του ανθρωπιστικού ιδεώδους, ο καθημερινός κυνισμός, η μηδενιστική προσέγγιση της πολιτικής, η συστηματική επιλογή ηγετών που επαγγέλλονται τη, συμβολική έστω, θεραπεία της βίας και εν γένει η αποδοχή της ως φυσικού σημείου της ζωής μάς οδηγούν σε άλλα συμπεράσματα. **Η ελληνική περίπτωση είναι ενδιαφέρουσα ως προς αυτό. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι πολίτες και κράτος με έναν αδιόρατο τρόπο συνεργούν σε μια διαλεκτική της βίας. Η σύγκληση ευρείας σύσκεψης στο ΓΕΕΘΑ υπό τον πρωθυπουργό στο φλεγόμενο περιβάλλον του περσινού καλοκαιριού ως άλλη απειλή μιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η πολιτική επικύρωση της βαθιάς αδιαφορίας για τον θάνατο δεκάδων συμπολιτών μας στις ίδιες πυρκαγιές, η ένσταση σημαντικών αριστερών διανοουμένων στο επίδικο βιβλίο της 6ης δημοτικού επειδή «εξοικονομούσε τη βία», η κοινωνική ανοχή στην επιλογή της αστυνομίας να μη διώκει τις δολοφονικές αντεκδικήσεις μεταξύ παραβατικών ομάδων και να τις ονομάζει «ξεκαθάρισμα λογαριασμών», η αποθέωση και μυθολόγηση κατηγορουμένων για χρήση βίας ή για απειλή χρήσης βίας ως «κοινωνικών ληστών», είναι μερικά μόνον παραδείγματα αυτής της διαλεκτικής. **Και, εάν η έξοδος του στρατού από τα καταλύματά του που συντελείται με την κοινωνική αποδοχή στην Ιταλία μάς μοιάζει σκανδαλώδης για την Ελλάδα, κάτι τέτοιο δεν σημαίνει ότι η ειρηνική επιλογή είναι δεδομένη. Υπακούοντας στην κουλτούρα ενός ιδιότυπου ατομικιστικού αναρχισμού (που παρεμπιπτόντως δεν φείδεται προσδοκιών για τον διορισμό στον δημόσιο τομέα) σημαντικά τμήματα του πληθυσμού δεν παύουν να αποδέχονται τη βία ως εγγενώς και ενίοτε ευεργετικό στοιχείο της καθημερινής ζωής. **Ο θαυμασμός εξάλλου για πολιτικές δυνάμεις, κράτη και προσωπικότητες που αποπνέουν ορμή, θέληση για δύναμη και υπόσχονται επιστροφή στην πλήρη κρατική κυριαρχία και η αντίστροφη αποστροφή για την πολιτική της ελευθερίας, της ανοχής, της δημοκρατικής διαβούλευσης και της ατομικής ευθύνης προσδιορίζουν σήμερα εν πολλοίς τη στροφή της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας σε ένα ανησυχητικό υβρίδιο ιδιωτικής ευδαιμονίας και εθισμού σε ποικίλες εκδηλώσεις βαναυσότητας και βίας -από τους κυβερνώντες, αλλά και από τους κυβερνωμένους. ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 07-09-2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: