Ποιος επισκέφθηκε την έκθεση Art Athina και εντόπισε τα στοιχεία ανηθικότητας και εθνικής προσβολής στο έργο της Εύας Στεφανή με αποτέλεσμα την επ' αυτοφώρω δίωξη αυτής και του διευθυντή της έκθεσης Μιχάλη Αργυρίου; Τα πραγματικά περιστατικά της καταγγελίας περί ασέμνου και προσβολής εθνικού συμβόλου δεν είναι γνωστά και τα γρανάζια του νέου κρούσματος λογοκρισίας δεν έχουν κατονομαστεί. Εξάλλου ένας άτυπος μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης, που σημαίνει όποτε διαταράσσεται η απόλυτη συνοχή της εθνικής μυθολογίας, που θίγεται το έθνος, ο μονοπωλιακός προσδιορισμός της ύπαρξής μας, που αλλοιώνεται το πάνθεον των εθνικών υπερηρώων, λειτουργεί θαυμάσια.
Από την εποχή του νεο-Μακεδονικού Αγώνα ως τον μαζικό σκανδαλισμό για το βιβλίο Ιστορίας της Στ' Δημοτικού, καλλιεργείται η ενδοχώρα των (πραγματικών) αγωνιών που προκαλούν οι πλανητικές ανακατατάξεις, η ανασφάλεια για την οικονομική και κοινωνική αναπαραγωγή και οι νέες μορφές της ζωής (μετανάστες, μονογονεϊκές οικογένειες, ομοφυλόφιλα ζευγάρια κ.ά.).
Σε αυτό το πλήθος που αντιδρά σε κάθε κριτική της εθνικής μας ιδιοσυστασίας (στο οποίο εσχάτως και δυστυχώς ορισμένοι διανοούμενοι της πάλαι ποτέ ανανεωτικής Αριστεράς έχουν προσφέρει τη δική τους καταδίκη του «κοσμοπολιτισμού») ανήκει και ο επισκέπτης-καταγγέλλων των εκθέσεων της σύγχρονης εικαστικής παραγωγής. Σε αντίθεση με την όποια αφ' υψηλού καταχώρηση αυτού του επισκέπτη σε ομάδες φανατικών της παράδοσης, θρησκόληπτων, αγράμματων και εύκολων θυμάτων προπαγάνδας, ο εθνικά υπερευαίσθητος αυτός πολίτης - του οποίου το κοινωνιολογικό πορτρέτο προσπαθούμε να φανταστούμε εδώ - είναι ένας σύγχρονος άνθρωπος.
Η κυκλοφορία του στους χώρους της τέχνης μάλλον προδιαθέτει για έναν άνθρωπο ευαίσθητο, επαγγελματικά επαρκή, γλωσσομαθή, ενημερωμένο για τα σύγχρονα ρεύματα ιδεών, με κάποια εμπειρία ζωής εκτός συνόρων και αρκετές πολιτικές ανησυχίες. Αν αυτές εκφράζονται μέσα από μια παραδοσιακή συντηρητική ψήφο ή στην επερχόμενη κοινοβουλευτική εκπροσώπηση ενός λαϊκιστικού-ακροδεξιού σχηματισμού, μικρή σημασία έχει. Σημασία μικρή διότι το πολιτικό πρόγραμμα αυτής της φανατικής εθνοκεντρικής στάσης όπως εκφράζεται σήμερα είναι προσεκτικά οργανωμένο ώστε να μη θίγει ούτε τις βασικές αρχές της ελεύθερης οικονομίας ούτε τις βασικές εγγυήσεις του κράτους πρόνοιας. Η ακροδεξιά πολιτική, όπως εκφράζεται σήμερα από τον ΛΑΟΣ, εμπεδώνει και ενισχύει την ηθικολογία των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, δεν αφίσταται της ευρωπαϊκής συμμετοχής της χώρας, απαξιοί να διαταράξει τις φορολογικές ισορροπίες και εμφανίζεται εκλεκτικά να αντλεί στοιχεία απ' όλο το ιδεολογικό φάσμα. Ο υποβόσκων ρατσισμός της βρίσκεται εξάλλου σε λεκτική ύφεση.
Εκεί που διαφοροποιούνται όμως αισθητά η σύγχρονη ακροδεξιά πολιτική και ο φανταστικός μας διώκτης της Εύας Στεφανή είναι στο πεδίο της γνώσης και των συμβολισμών. Είτε πρόσκειται στον παραμυθητικό ενστερνισμό της ακμάζουσας συνωμοσιολογίας που βλέπει στους ισχυρούς Αμερικανούς και στους μοχθηρούς εβραίους ένα υπερ-τεχνολογικό σχέδιο αφανισμού των Ελλήνων, είτε παραληρηματικά ελπίζει στην έλευση κάποιας εξωγήινης ελληνικής φυλής που θα μας λυτρώσει από τη νέα υποδούλωση στην παγκοσμιοποίηση, είτε σκανδαλίζεται κάθε φορά που η σημαία ή ο ύμνος παρωδούνται (χωρίς να ενοχλείται από τη συμβολική φθορά που προκαλεί η κατάχρησή της σε δερματόστικτα μπράτσα, ταβέρνες, αυτοκίνητα και μπαλκόνια εκτός εποχής εθνικών επετείων), είτε ακόμη ανησυχεί επειδή τα παιδιά του μπορεί να μάθουν στο σχολείο μια εθνική ιστορία ελαφρώς πιο κριτική από αυτήν που αποστήθισε ο ίδιος, είτε κατακεραυνώνει όσους ασκούν έλεγχο στην αποθεωτική για την αρχαία Σπάρτη ταινία του Φρανκ Μίλερ, ο αγώνας του είναι πολιτισμικός.
Δίνει τις μάχες στο πεδίο της γνώσης, της ιδεολογίας, των στερεοτύπων και του πολιτισμού. Συγκεκριμένα επικαλείται ως αυτονόητα και «παντοτινά» στοιχεία ανελευθερίας, καθωσπρεπισμού, ομοιομορφίας πεποιθήσεων. Πάνω στον πανικό που προκαλούν οι «ραγδαίες αλλαγές του κόσμου» για τις οποίες μας μιλάει ο Γκίντενς, ο φιλότεχνος και σύγχρονος αυτός Ελληνας επιβάλλει, των ΜΜΕ βοηθούντων, το δικό του πρίσμα ως καθολική οπτική. Ο πολιτισμικός αυτός πόλεμος έχει αντικειμενικούς στόχους το μικρό ύψωμα της εθνικής ορθότητας και ομογένειας. Η κατάληψη του λοφίσκου αυτού δεν είναι παρά μια τακτική νίκη στον στρατηγικό αγώνα για την κατάληψη της μεγάλης κοιλάδας. Του πεδίου των ατομικών ελευθεριών, του δικαιώματος στις ποικίλες εμπειρίες ζωής και έκφρασης, στην (αλλού) δυνατότητα αυτοδιάθεσης του σώματός μας και του μυαλού μας.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι οι γραμμές αυτές της πολιτιστικής στρατονομίας πληθαίνουν με αφορμή έργα όπως το λογοκριθέν παρά με την τετριμμένη, π.χ., αναρχική παράδοση της σημαίας στην πυρά.
Η σύζευξη του εθνικού ύμνου με τη σεξουαλική επιθυμία που, ευκόλως ίσως, προέβαλε η Στεφανή μάλλον διαβάζεται αντίστροφα: ως διάρρηξη αυτής της σχέσης. Η κατάδειξη των ερωτικών διαστάσεων του «εθνικού» φαίνεται να διαβάζεται ως αναίρεση της διπλής μας ηθικής: τον άτεγκτο δημόσιο κομφορμισμό από τη μία, τον μύχιο και συχνά παθολογικό ηδονισμό μας από την άλλη. Και αυτό είναι που φέρνει το συλλογικό φαντασιακό σε ακόμη μεγαλύτερη κρίση.
Μην ξεχνάμε με ποιον τρόπο φανταστήκαμε τον άγνωστο καταγγέλλοντα: ως έναν σύγχρονο άνθρωπο που μπορεί να είναι ταυτόχρονα εθνικόφρων και κοινωνός της πλανητικής έκρηξης της πορνογραφικής βιομηχανίας, και πολλά ακόμη.
ΤΟ ΒΗΜΑ, 10-06-2007
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου