Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2008

Ανώνυμοι ερωτικοί: Η εξάπλωση μιας κουλτούρας λαγνείας


Ο εκδημοκρατισμός της επιθυμίας και των απολαύσεων δεν ενέχει παρά ελάχιστα στοιχεία πολιτικής χειραφέτησης

Brian Mac Nair

Η κουλτούρα του στριπτίζ. Σεξ, μέσα ενημέρωσης και εκδημοκρατισμός της επιθυμίας

Εκδ. Σαββάλας Σελ. 394

Κάθε μητρόπολη του δυτικού κόσμου που σέβεται τον εαυτό της διαθέτει σήμερα έναν ιστό από κλαμπ ανταλλαγών ερωτικών συντρόφων. Σε αυτά, ζευγάρια, κατά κανόνα έγγαμα, εφαρμόζουν μέσα σε πλαίσιο αυστηρών κανόνων τη λιμπερτίνικη βιοθεωρία τους: ελευθεριάζοντες που μιμούνται τις συμπεριφορές, τις ενδυματολογικές τάσεις και την κινησιολογία της βιομηχανίας του πορνό. Οι ίδιοι, πάλι, γεμίζουν ως amateurs, όπως αρέσκονται να τους αποκαλούν, τις ιστοσελίδες τους με ψηφιακές απεικονίσεις των ερωτικών τους περιπτύξεων. «Ανώνυμοι ερωτικοί», μιμητές ενός ύφους ζωής που συμπλέκει την κοινωνική ενσωμάτωση (είναι συνήθως ευυπόληπτοι επαγγελματίες και οικογενειάρχες) με την κουλτούρα ενός ωμού ναρκισσισμού και της σαρκικής ευδαιμονίας.

Το κοινωνικό και πολιτισμικό μείγμα αυτό, εκτός από την απουσία των ηθικολογικών ενοχών, έχει και άλλα χαρακτηριστικά. Εμπεριέχει όλες τις κρίσεις, τις αγωνίες και τα αιτήματα των σύγχρονων διαπροσωπικών σχέσεων. Πρόκειται για υποκειμενικά κοινωνικά μορφώματα της υπερ–νεωτερικής εποχής που, για παράδειγμα, ενώ επιδίδονται σε πρακτικές αναπαραγωγής και εμπέδωσης της εμπορικής πορνογραφίας, απαρνούνται την εγχρήματη ερωτική σχέση και οτιδήποτε θα αμφισβητούσε το αγαθό της αμοιβαιότητας. Σε αντίθεση με ορισμένα ακόμη ισχυρά στερεότυπα αλλά και τις πορνογραφικές αναπαραστάσεις του παρελθόντος, οι πληθυσμοί οι οποίοι σήμερα ταξιδεύουν στη σφαίρα της βιωμένης πορνογραφίας δεν είναι αποκλειστικά αρσενικοί, ούτε χαμηλής μόρφωσης, φορείς ψυχοπαθολογίας, δυνητικοί διακινητές ανομίας ή περιθωριακής συμπεριφοράς.

Απόλυτη σχέση

Τουναντίον, είναι υποκείμενα που ολοένα και περισσότερο επενδύουν σε αυτό που ο Αντονι Γκίντενς ονομάζει «καθαρή–απόλυτη σχέση»: μια δυαδική συνταγή, δύσκολα υλοποιήσιμη, για απόλυτη εσωτερική ελευθερία, έξω από τα δεσμά της ανταλλαγής και του ανταγωνισμού και ακυρωμένη στο συναίσθημα. Οπως εξηγεί ο Γκίντενς στο βιβλίο του «Μετασχηματισμοί του μύχιου. Σεξουαλικότητα, έρωτας και ερωτισμός στις σύγχρονες κοινωνίες», η αναζήτηση αυτή δεν είναι πλέον αποκλειστικά γυναικεία και η επιταγή της συναισθηματικής πλήρωσης μοιράζεται μεταξύ ανδρών – γυναικών και μεταξύ των φορέων των ποικίλων σεξουαλικών ταυτοτήτων: ετεροφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων.

Το βιβλίο του Mac Nair, από τη μεριά του, αποτελεί μια εκτεταμένη επιθεώρηση των πολιτισμικών όψεων των δυτικών κοινωνιών, έτσι όπως αναπτύχθηκαν από τα χρόνια του ’80 και εντεύθεν. Κοινωνιολόγος της δημοσιογραφίας και της μαζικής επικοινωνίας (η πολύ χρήσιμη «Εισαγωγή στην πολιτική επικοινωνία» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κατάρτι), ο συγγραφέας αναδεικνύει εκείνες τις όψεις κοινωνικών μεταβολών και τις πολιτισμικές τους καταγραφές στην ποπ κουλτούρα που μπορούν να συνοψιστούν σε δύο παράλληλες και συμπληρωματικές, όπως υποστηρίζει, διαδρομές: τον εποικισμό της δημόσιας (οπτικής κυρίως) σφαίρας από την πορνογραφία και τη συμμετοχή μεγάλων μαζών στον κόσμο της σεξουαλικής απόλαυσης. Η διπλή αυτή τάση ενέχει, από τη μια, μαζί με τη διάδοση του σεξουαλικού προϊόντος, και την αποδυνάμωση του σκληρού πορνογραφικού του φορτίου. Από την άλλη, και αυτό είναι ένα ενδιαφέρον αλλά λανθάνον στοιχείο που θα συναντήσει κανείς στο βιβλίο, ο εκδημοκρατισμός της επιθυμίας και των απολαύσεων δεν ενέχει παρά ελάχιστα στοιχεία πολιτικής απελευθέρωσης. Η μαζική είσοδος, π.χ., των ομοφυλοφιλικών αναπαραστάσεων στο πεδίο της «θεμιτής εικόνας» που παρατηρεί ο συγγραφέας και η πρόσβαση στην σεξουαλική αναζήτηση των χαμηλών μικροαστικών στρωμάτων, δεν μοιάζει να συνοδεύεται από ευρύτερες διαδικασίες κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης.

Αντιφάσεις

Η επιδημική συνεπώς εξάπλωση μιας κουλτούρας λαγνείας, αυτή η έκρηξη της ερωτικής εικόνας, μοιάζει να αποτελεί έναν πυρήνα απενοχοποίησης και διοχέτευσης, προς τα κάτω, ενός αγαθού που κάποτε ήταν προνόμιο των ολίγων: το παιχνίδι της παράβασης και της παρέκκλισης. Υπ’ αυτή την έννοια, ο εκδημοκρατισμός που επικαλείται ο Mac Nair, η συμμετοχική δηλαδή διάσταση του ερωτισμού μέσα από τη διαμεσολάβηση της εικόνας και της δημόσιας «σεξουαλοποίησης», η αλληλοδιείσδυση του μύχιου και του θεαματικού, παραμένει γεμάτος αντιφάσεις και κινδύνους. Αυτούς τους τελευταίους τείνει, προς χάριν μιας καθαρής επιχειρηματολογίας ίσως, να υποτιμήσει στο βιβλίο του.

Αν ο Mac Nair έχει δίκιο να τονίζει τη χειραφετησιακή διάσταση της απομυθοποίησης που προσφέρει αυτή η διάδοση της σεξουαλικής εικόνας, έναντι των κραυγών εκείνων που πολεμούν τη χαμηλή κουλτούρα και την εμπορική «διαστροφή της διαστροφής», αν σωστά υπογραμμίζει ότι η φιγούρα της Μαντόνα (την οποία εξετάζει ενδελεχώς) συμβολίζει το αίτημα της γυναικείας αυτοπραγμάτωσης και του απόλυτου αυτοπροσδιορισμού της ερωτικής ζωής, αφήνει στο σκοτάδι δύο σημεία της διερώτησής του.

Το ένα έχει να κάνει με την αποσύνδεση του ερωτικού φαντασιακού από κάθε κοινωνική αναφορά: η νομιμοποιημένη σεξουαλική παράσταση και η δημοκρατία των απολαύσεων οχυρώνονται όλο και περισσότερο στον μικρόκοσμο της ατομικής δράσης και του προσωπικού ενδιαφέροντος. Γι’ αυτό και μπορεί εύκολα να συνδυαστούν σήμερα με οποιαδήποτε ιδεολογία. Το να είμαι ανεκτικός με τον εαυτό μου και τον ερωτικό μου σύντροφο, δεν σημαίνει πλέον ότι θα είμαι εξίσου δημοκρατικός και δίκαιος με αλλοεθνείς, αλλοφύλους, φτωχούς κ.λπ.

Σχέσεις εξουσίας

Το δεύτερο σημείο που ο Mac Nair αφήνει τυφλό έχει να κάνει με τις σχέσεις εξουσίας. Ο συγγραφέας μοιάζει να ξεχνάει τη συμβολή του Φουκώ, χάρη στον οποίον γνωρίζουμε πλέον καλά ότι κάθε φορά που διανοίγεται ένα πεδίο ελευθερίας, ταυτόχρονα αναπτύσσεται και ένα πλέγμα εξουσίας. Η έκρηξη της πορνογραφίας μπορεί όντως να ελευθερώνει δυνάμεις της ζωής, ταυτοχρόνως όμως περιφρουρεί τη δυναμική τους μέσα από τεχνολογίες του λόγου, της κατηγοριοποίησης, της οριοθέτησης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Mac Nair, ενώ επικαλείται φεμινιστικές ομάδες που επένδυσαν στην πορνογραφία ως μέσο ριζικής χειραφέτησης, παρακάμπτει άλλες θεωρίες που χωρίς να αναθεματίζουν την πορνογραφία, την εξετάζουν κριτικά ως άλλη μια τεχνολογία για την κυριαρχία του αντρικού βλέμματος.

Το βιβλίο, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις που μπορεί να εγείρει κανείς, είναι ένα σοβαρό βοήθημα για ένα θέμα που εύκολα διακωμωδείται ή πετιέται στα αζήτητα της κριτικής σκέψης. Οπως αξιέπαινη είναι η πρωτοβουλία των εκδόσεων Σαββάλα και της σειράς «κοινωνικές επιστήμες» να το μεταφράσουν (άριστα), σε μια εποχή που οι κήρυκες της πολιτικής ορθότητας, οι νεο–πουριτανοί δεξιοί, αλλά και μια ορισμένη αριστοκρατική Αριστερά, υλοποιούν τη συντηρητική αναδίπλωση των καιρών μας.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 02-04-2006

1 σχόλιο:

La femme qui marche είπε...
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.